ἀποστατῶν

ἀποστατῶν
ἀποστάτης
deserter
masc gen pl
ἀποστατέω
stand aloof from
pres part act masc nom sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • отъстоупьникъ — ОТЪСТОУПЬНИК|Ъ (34), А с. Отступник: пом˫анѹхъ… ѿстѹпьника и гордаго и величаваго. (τὸν ἀποστοτην) ЖФСт к. XII, 142; Главизна •к҃• о отъстѹпьницѣхъ. (περὶ ἀποστατῶν) КЕ XII, 10б; хотѧщиимъ сп҃са ѿстѹпьникъ. и подвизающиимъсѧ на сп҃сениѥ.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • φασισμός — Ιταλικό πολιτικό κίνημα, που ιδρύθηκε στο Μιλάνο στις 23 Μαρτίου 1919 από τον Μπενίτο Μουσολίνι, ο οποίος στηρίχτηκε σε αυτό για να καταλάβει την εξουσία και να επιβάλει στην Ιταλία ένα δικτατορικό καθεστώς από το 1922 έως το 1945. Η λέξη φ. (που …   Dictionary of Greek

  • ψυχοθεραπεία — Tο σύνολο των θεραπευτικών τεχνικών, που χρησιμοποιούν ψυχικά μέσα για τη θεραπεία ψυχωτικών και νευρωτικών καταστάσεων. Η σύγχρονη ψ. ξεκινά από θεραπευτικές μεθόδους που βασίζονται στην υποβολή και στην ύπνωση, που συνδέονται με τη θεωρία του… …   Dictionary of Greek

  • Διονύσιος ο Μέγας — (; – 295 μ.Χ.). Θεολόγος και επίσκοπος Αλεξανδρείας. Ήταν μαθητής του Ωριγένη. To 231 ορίστηκε επικεφαλής της κατηχητικής σχολής της Αλεξάνδρειας και το 247 προχειρίσθηκε σε επίσκοπο της πόλης. Καταδιώχθηκε στους δύο μεγάλους διωγμούς της εποχής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”